ιππομαχώ

ιππομαχώ
(Α ἱππομαχῶ, -έω) [ιππομάχος]
μάχομαι έφιππος, διεξάγω ιππομαχία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ενιππομαχώ — ἐνιππομαχῶ ( έω) (Α) [ιππομαχώ] μάχομαι έφιππος σ έναν τόπο, χρησιμοποιώ το ιππικό στη μάχη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”